- ἱκεσίων
- ἱκέσιοςoffem gen plἱκέσιοςofmasc/neut gen plἱκέσιοςofmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱκεσιῶν — ἱκεσία the prayer of a suppliant fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱκεσίων — Ἱκέσιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσευχή — Λόγια που απευθύνονται τελετουργικά σε υπερανθρώπινα όντα (θεότητες, πνεύματα, φετίχ, προγόνους κλπ.), είτε σε αυθόρμητη μορφή είτε επαναλαμβανόμενα κατά ένα σταθερό τύπο. Δεν είναι βέβαιο αν προηγήθηκε η αυθόρμητη ή η τυποποιημένη π. Από καθαρά… … Dictionary of Greek